ειλικτος

ειλικτος
    εἱλικτός
    3
    Eur. = ἑλικτός См. ελικτος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ειλικτος" в других словарях:

  • ειλικτός — εἱλικτός, ή, όν (Α) βλ. ελικτός …   Dictionary of Greek

  • εἱλικτόν — εἱλικτός enveloping masc acc sg εἱλικτός enveloping neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλικτοῖς — εἱλικτός enveloping masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλικτῇ — εἱλικτός enveloping fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλικτή — εἱλικτός enveloping fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλικτήν — εἱλικτός enveloping fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελικτός — ή, ό (ΑΜ ἑλικτός, ή, όν Α και εἱλικτός, ή, όν) 1. στριφτός, στριφογυριστός 2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής αρχ. (για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»